- χαρτζιλίκι
- το, Νμικρό χρηματικό ποσό για ατομικά έξοδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. harc-lik].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρτζιλίκι — το (λ. τουρκ.), μικρό χρηματικό ποσό που καθένας φέρνει μαζί του για τα μικρά καθημερινά του έξοδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρτζιλικώνω — Ν [χαρτζιλίκι] δίνω σε κάποιον χαρτζιλίκι … Dictionary of Greek
-λίκι — και ιλίκι και ίκι κατάλ. αφηρημένων ουσ. τής Νεοελληνικής που δηλώνουν ιδιότητα συχνά με μειωτική σημασιολογική χροιά. Η κατάλ. προήλθε από δάνεια από την Τουρκική (κατάλ. lik), π.χ. μερακ λίκι. Η κατάλ. εμφανίζεται σπανιότερα και με τη μορφή ίκι … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
κακοσυνηθίζω — ισα, κακοσυνηθισμένος 1. αμτβ., κακομαθαίνω, αποκτώ κακές συνήθειες: Κακοσυνήθισε στο ξενύχτι και δεν μπορεί να κοιμηθεί εύκολα. 2. μτβ., κάνω κάποιον να αποκτήσει κακές συνήθειες: Τον κακοσυνήθισες με το μεγάλο χαρτζιλίκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιμπολόγημα — το, ατος 1. τσίμπημα που επαναλαμβάνεται. 2. μτφ., λήψη λίγης τροφής: Δεν έφαγε πολύ, τσιμπολόγημα έκανε. 3. μτφ., συστηματική και επιτήδεια απόσπαση μικρών χρηματικών ποσών: Με το τσιμπολόγημα απ τον μπάρμπα του έχει πάντα χαρτζιλίκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρτζιλικώνω — χαρτζιλίκωσα, χαρτζιλικώθηκα, χαρτζιλικωμένος, δίνω σε κάποιον χαρτζιλίκι για τα μικρά του έξοδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)